- καθετή
- ηεργαλείο ψαρέματος από λεπτό τεχνητό νήμα, που έχει στην άκρη του μικρό μολύβδινο βάρος και αγκίστρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καθετή — Εργαλείο ψαρέματος που αποτελείται από τεχνητό νήμα (πετονιά), ένα μεταλλικό βαρίδι και πολλά αγκίστρια σε απόσταση 25 40 εκ. μεταξύ τους. Κατά το παρελθόν συνήθιζαν να κατασκευάζουν την κ. από τρίχες ουράς αλόγων. Χρησιμοποιείται κυρίως για το… … Dictionary of Greek
κάθετος ή κάθετη — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία. Μια ευθεία ε λέμε ότι είναι κ. σε μια άλλη ευθεία ε’, αν τέμνονται έτσι ώστε οι τέσσερις γωνίες που σχηματίζονται να είναι ίσες μεταξύ τους. Οι γωνίες αυτές ονομάζονται ορθές. Μια ευθεία ε λέμε ότι είναι κ … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
κάθετος — η, ο, θηλ. και ος (Α κάθετος ον) [καθίημι] 1. αυτός που έχει αφεθεί προς τα κάτω, ο κατακόρυφος προς την επιφάνεια τής γης 2. (γεωμ.) αυτός που έχει τέτοια διεύθυνση ώστε να σχηματίζει με άλλον ορθή γωνία (α. «κάθετα επίπεδα, β. «κάθετη τομή») 3 … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… … Dictionary of Greek
άντωση — Δύναμη, κάθετη προς τη διεύθυνση της ταχύτητας, που προκύπτει από την κίνηση ενός σώματος μέσα σε ρευστό. Χάρη σε αυτήνπετούν συσκευές βαρύτερες του αέρα. * * * η (Α ἄντωσις, σεως) νεοελλ. η δυναμική άνωση, η μία από τις δύο συνιστώσες (κάθετη… … Dictionary of Greek
ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
διάνυσμα — Γεωμετρική έννοια, που χαρακτηρίζεται από το μήκος, τη διεύθυνση και τη φορά ενός μη (μηδενικού) προσανατολισμένου ευθύγραμμου τμήματος (παραβλέπεται δηλαδή η θέση του προσανατολισμένου τμήματος μέσα στον χώρο). Το δ. συμβολίζεται είτε με ένα… … Dictionary of Greek